Ακούω
συχνά ότι τα επιχείρηματα που χρησιμοποιούν οι βίγκαν στην προσπάθειά
τους να πείσουν κι άλλους να ακολουθήσουν τον δρόμο της ειρήνης και της
συνύπαρξης, είναι αυτοαναπαραγώμενες ατάκες που επινόησε μια σέκτα
ημίτρελων γρασιδοφάγων, θαρρείς και είμαστε κάποια αίρεση.
Στην
πραγματικότητα, το πιο διάσημο επιχείρημα της βίγκαν κοινότητας, το
ίδιο που τονίζουν συνεχώς και επιστήμονες, προέρχεται από την αρχαιότητα
και συγκεκριμένα από τον Πλούταρχο. Και δεν είναι άλλο από το επιχείρημα της ανθρώπινης ανατομίας και βιολογίας: Ο άνθρωπος αδυνατεί να φάει σάρκα.
Γράφει ο Πλούταρχος, στην συλλογή του "Ηθικά" και στο κεφάλαιο "Περί σαρκοφαγίας":
«Απορώ
τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε
αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου
και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές
και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχούνταν, μιλούσαν, κινούνταν και
έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν,
γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η
σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να
απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων».
«Το
ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ' αρχάς
από την κατασκευή του σώματος. Πράγματι το ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με
κανενός ζώου από όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας: Δεν υπάρχουν
προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή
πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του
κρέατος. Έτσι η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακή γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία».
Και βέβαια δεν παραλείπει να αναφερθεί στο υποτιθέμενο "σαρκοφαγικό ένστικτο" που υποτίθεται ότι έχουμε:
«Αν
υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα
σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να
χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ή πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι
αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε
με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε
πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως κάνουν εκείνα».
Φαίνεται όμως πως ήδη από εκείνα τα χρόνια, υπήρχε και η ηθική διάσταση του θέματος:
«Αν
περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως (και η παρουσία ψυχής σε κάνει
να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα), τότε γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας
ενάντια στη φύση; Ωστόσο ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά
το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες
αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση
του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο (σ.σ. η γλώσσα, ο ουρανίσκος) να
εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο».
«Εμείς
όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι (μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με
αίμα), ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα
συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι,
ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να
ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό».
Από
τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο βιγκανισμός δεν είναι κάτι
καινούριο. Ακόμη και στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν επιφυλάξεις για
τη σαρκοφαγία και γνώριζαν ότι αυτό που κάνουν, είναι αφύσικο.