Αρνάκι άσπρο και παχύ
Πήγε να βγει στην εξοχή
Μα ήταν η πόρτα του κλειστή
Και ‘κείνο σε στενό κλουβί
δεν έβοσκε χορτάρι
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Της μάνας του καμάρι
Ήλιο δεν είδε, ούτε βροχή
Ποτέ δε βόσκησε τη γη
Αλεύρι είχε για τροφή
Και μάλιστα από ψάρι.
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Της μάνας του καμάρι
Μπόι μεγάλο και βαρύ
Ώσπου να πείτε πι και φι
Μ’ ορμόνη διογκωτική
Έγινε παλικάρι
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Της μάνας του καμάρι
Με μια σπαρακτική κραυγή
Σφάχτηκε από μηχανή
-«Δέκα ευρούλια η τιμή
Ποιος θα το πρωτοπάρει;»
Αρνάκι άσπρο και παχύ
Της μάνας του καμάρι
Κι αν δεν κατάλαβες γιατί
Έγραψα τούτη την ωδή
Μην προσπαθήσεις πιο πολύ
Ο ύπνος θα σε πάρει.