Ο Μπεν
Γκόλντεϊκρ, είναι γιατρός με ειδίκευση στην ψυχιατρική και συνεργάτης
της βρετανικής εφημερίδας Guardian, όπου διατηρεί στήλη με θέματα που
άπτονται της δημόσιας υγείας, της πολιτικής των φαρμακοβιομηχανιών και
της κριτικής των φαρμακευτικών ουσιών. Αναμένεται η κυκλοφορία του νέου
βιβλίου του με τίτλο Κακά φάρμακα [Bad Pharma],όπου αποκαλύπτει άγνωστες
στο ευρύ κοινό πτυχές των μηχανισμών δοκιμής και προώθησης φαρμάκων που
δεν θα έπρεπε να κυκλοφορούν καν...
Αντλώντας από τις προσωπικές εμπειρίες του από τη μέχρι τώρα σταδιοδρομία του στο χώρο της ψυχιατρικής, ο Άγγλος γιατρός εκθέτει παραδείγματα ασθενών του, με σκοπό να δείξει τον αποπροσανατολισμό που προκαλούν οι φαρμακοβιομηχανίες τόσο στον ιατρικό κόσμο όσο και στο ευρύ κοινό, προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα τους.
Φάρμακα που δεν γιατρεύουν, που δεν έχουν απολύτως καμία από τις θεραπευτικές ιδιότητες για τις οποίες υποτίθεται πως κατασκευάστηκαν, αλλά και φάρμακα των οποίων οι παρενέργειες και γενικότερα οι αρνητικές επιπτώσεις υπερτερούν των σχεδόν ανύπαρκτων θετικών ιδιοτήτων τους.
Όπως υποστηρίζει ο γιατρός και συγγραφέας του βιβλίου, τα φάρμακα τεστάρονται από τους ίδιους τους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν, στο πλαίσιο πρόχειρα σχεδιασμένων δοκιμών, πάνω σε μικρούς αριθμούς ασθενών, και αναλύονται βάσει τεχνικών εξίσου προβληματικών και αμφισβητήσιμων.
Σχεδόν πάντα – και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη κάτι τέτοιο – αυτές οι δοκιμές τείνουν να παράξουν αποτελέσματα τα οποία ευνοούν το κατασκευαστή. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή προκύψουν αποτελέσματα τα οποία δυσαρεστούν τις εταιρείες, οι τελευταίες προσπαθούν τεχνηέντως να τα αποκρύψουν από τους γιατρούς και τους ασθενείς, έτσι ώστε το κοινό να μην έχει παρά μία αλλοιωμένη και διαστρεβλωμνη εικόνα των επενεργειών των φαρμάκων.
Ακόμη και έμπειροι γιατροί μαθαίνουν για τη λειτουργία των φαρμάκων από πωλητές, αντιπροσώπους, συναδέλφους και επιστημονικές επιθεωρήσεις, δηλαδή από πηγές που στις περισσότερες περιπτώσεις και με τρόπο κεκαλυμμένο ενισχύονται οικονομικά από τις εκάστοτε φαρμακοβιομηχανίες.
Το ίδιο ισχύει και για τις ομάδες ασθενών που δοκιμάζουν τις φαρμακευτικές ουσίες, όπως επίσης για τις ακαδημαϊκές εργασίες, τις οποίες όλοι θεωρούν αντικειμενικές, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτοί που τις σχεδιάζουν και τις συντάσσουν τις περισσότερες φορές είναι εντεταλμένα όργανα στην υπηρεσία συγκεκριμένων εταιρειών και μάλιστα απροκάλυπτα.
Πέρα, όμως, από τις γενικές παρατηρήσεις και περιγραφές του τοπίου των φαρμακοβιομηχανιών και των μηχανισμών προώθησης φαρμάκων, ο Μπεν Γκόλντέϊκρ παραθέτει στο βιβλίο του και σωρεία άκρως ενδιαφερουσών λεπτομερειών σαν αυτές που ακολουθούν.
Σύμφωνα με το συγγραφέα, το 2010 ομάδα ερευνητών από το Χάρβαρντ και το πανεπιστήμιο του Τορόντο διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με την ακρίβεια και την ορθότητα των δοκιμών, για να ανακαλύψουν τελικά ότι εκείνες οι δοκιμές φαρμάκων που είχαν χρηματοδοτηθεί από ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες είχαν 20 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να δώσουν θετικά αποτελέσματα υπέρ του συγκεκριμένου φαρμάκου απ' ό,τι οι άλλες δημόσια χρημοτοδοτούμενες.
Επιπλέον, στις μισές σχεδόν από το σύνολο των δοκιμών, η χρηματοδότρια εταιρεία όχι μόνο επιβλέπει όλα τα στάδια της διαδικασίας και τα εξαγόμενα δεδομένα, αλλά επιπλέον έχει το δικαίωμα να παρέμβει, αν διαπιστώσει ότι εξελίσσεται εις βάρος της, αλλοιώνοντας τα αποτελέσματα.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα είναι έρμαιο πανίσχυρων πολυεθνικών σχηματισμών όπου το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το κέρδος και τίποτα άλλο. Πηγή: Guardian
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Αντλώντας από τις προσωπικές εμπειρίες του από τη μέχρι τώρα σταδιοδρομία του στο χώρο της ψυχιατρικής, ο Άγγλος γιατρός εκθέτει παραδείγματα ασθενών του, με σκοπό να δείξει τον αποπροσανατολισμό που προκαλούν οι φαρμακοβιομηχανίες τόσο στον ιατρικό κόσμο όσο και στο ευρύ κοινό, προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα τους.
Φάρμακα που δεν γιατρεύουν, που δεν έχουν απολύτως καμία από τις θεραπευτικές ιδιότητες για τις οποίες υποτίθεται πως κατασκευάστηκαν, αλλά και φάρμακα των οποίων οι παρενέργειες και γενικότερα οι αρνητικές επιπτώσεις υπερτερούν των σχεδόν ανύπαρκτων θετικών ιδιοτήτων τους.
Όπως υποστηρίζει ο γιατρός και συγγραφέας του βιβλίου, τα φάρμακα τεστάρονται από τους ίδιους τους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν, στο πλαίσιο πρόχειρα σχεδιασμένων δοκιμών, πάνω σε μικρούς αριθμούς ασθενών, και αναλύονται βάσει τεχνικών εξίσου προβληματικών και αμφισβητήσιμων.
Σχεδόν πάντα – και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη κάτι τέτοιο – αυτές οι δοκιμές τείνουν να παράξουν αποτελέσματα τα οποία ευνοούν το κατασκευαστή. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή προκύψουν αποτελέσματα τα οποία δυσαρεστούν τις εταιρείες, οι τελευταίες προσπαθούν τεχνηέντως να τα αποκρύψουν από τους γιατρούς και τους ασθενείς, έτσι ώστε το κοινό να μην έχει παρά μία αλλοιωμένη και διαστρεβλωμνη εικόνα των επενεργειών των φαρμάκων.
Ακόμη και έμπειροι γιατροί μαθαίνουν για τη λειτουργία των φαρμάκων από πωλητές, αντιπροσώπους, συναδέλφους και επιστημονικές επιθεωρήσεις, δηλαδή από πηγές που στις περισσότερες περιπτώσεις και με τρόπο κεκαλυμμένο ενισχύονται οικονομικά από τις εκάστοτε φαρμακοβιομηχανίες.
Το ίδιο ισχύει και για τις ομάδες ασθενών που δοκιμάζουν τις φαρμακευτικές ουσίες, όπως επίσης για τις ακαδημαϊκές εργασίες, τις οποίες όλοι θεωρούν αντικειμενικές, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτοί που τις σχεδιάζουν και τις συντάσσουν τις περισσότερες φορές είναι εντεταλμένα όργανα στην υπηρεσία συγκεκριμένων εταιρειών και μάλιστα απροκάλυπτα.
Πέρα, όμως, από τις γενικές παρατηρήσεις και περιγραφές του τοπίου των φαρμακοβιομηχανιών και των μηχανισμών προώθησης φαρμάκων, ο Μπεν Γκόλντέϊκρ παραθέτει στο βιβλίο του και σωρεία άκρως ενδιαφερουσών λεπτομερειών σαν αυτές που ακολουθούν.
Σύμφωνα με το συγγραφέα, το 2010 ομάδα ερευνητών από το Χάρβαρντ και το πανεπιστήμιο του Τορόντο διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με την ακρίβεια και την ορθότητα των δοκιμών, για να ανακαλύψουν τελικά ότι εκείνες οι δοκιμές φαρμάκων που είχαν χρηματοδοτηθεί από ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες είχαν 20 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να δώσουν θετικά αποτελέσματα υπέρ του συγκεκριμένου φαρμάκου απ' ό,τι οι άλλες δημόσια χρημοτοδοτούμενες.
Επιπλέον, στις μισές σχεδόν από το σύνολο των δοκιμών, η χρηματοδότρια εταιρεία όχι μόνο επιβλέπει όλα τα στάδια της διαδικασίας και τα εξαγόμενα δεδομένα, αλλά επιπλέον έχει το δικαίωμα να παρέμβει, αν διαπιστώσει ότι εξελίσσεται εις βάρος της, αλλοιώνοντας τα αποτελέσματα.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα είναι έρμαιο πανίσχυρων πολυεθνικών σχηματισμών όπου το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το κέρδος και τίποτα άλλο. Πηγή: Guardian
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr