ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΟΥ:
Συντονίστρια: Μαρία Παπαγρηγορίου-Θεοδωρίδου
ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗ - ΤΟΞΟΚΑΡΙΑΣΗ
Νικόλαος Βακάλης
Δύο σημαντικές ζωονόσοι που ενδιαφέρουν τον
παιδικό πληθυσμό είναι η Λεϊσμανίαση και η Τοξοκαρίαση. Η σπλαχνική
λεϊσμανίαση προκαλείται από τη Leishmania infantum ενώ η δερματική, που είναι
σπάνια, από τη Leishmania tropica. Ο αριθμός των κρουσμάτων που καταγράφονται
ετησίως στη χώρα μας κυμαίνεται από 20-60 με αρκετά να αφορούν σε παιδιά. Κύριο
υποδόχο του παρασίτου είναι ο σκύλος και διαβιβαστές του διάφορα είδη
φλεβοτόμων.
Κλινικές
εκδηλώσεις όπως πυρετός, μεγαλοσπληνία, απώλεια βάρους μαζί με ευρύματα
εξετάσεων ρουτίνας (αναιμία, χαμηλά λευκά και αιμοπετάλια) θέτουν στον κλινικό
την υπόνοια λεϊσμανίασης. Η επιβεβαίωση γίνεται μικροσκοπικά (συνήθως με
εξέταση παρασκευάσματος μυελού μετά από στερνική παρακέντηση), με
καλλιέργεια, με αναζήτηση αντισωμάτων έναντι του παρασίτου και με μεθόδους
Μοριακής Βιολογίας (PCR)
Οι πεντασθενείς ενώσεις του αντιμονίου παραμένουν η
θεραπεία εκλογής με εναλλακτικές λύσεις την αμφοτερικίνη και την πενταμιδίνη
ενώ χρήσιμοι αποδεικνύονται συνδυασμοί π.χ. με αμινοσιδίνη. Νέα φάρμακα
δοκιμάζονται με χορήγηση per os. Στόχος είναι η θεραπεία με λιγότερες
ανεπιθύμητες ενέργειες και μικρότερη χρονική διάρκεια αγωγής. Μέτρα προφύλαξης
είναι γενικά (καταπολέμηση φλεβοτόμων, έλεγχος μολυσμένων σκύλων) και ατομικά
(χρήση εντομοαπωθητικών). Γίνονται προσπάθειες για παραγωγή αποτελεσματικού
εμβολίου.
Η Τοξοκαρίαση προκαλείται από προνύμφες κυρίως
του νηματώδους Toxocara canis. Ο άνθρωπος είναι τυχαίο θύμα και βιολογικό
αδιέξοδο για το παράσιτο.
Τα
ωά είναι το λοιμογόνο στάδιο του παρασίτου, και αποβάλλονται από νεαρά σε
ηλικία σκυλιά και από θηλυκά στην περίοδο της γαλουχίας.
Κύρια
πηγή μόλυνσης για τα παιδιά, είναι το μολυσμένο από λοιμογόνα ωά χώμα. Τα κύρια σύνδρομα σπλαχνικής (VLM)και
οφθαλμικής (OLM) τοξοκαρίασης, προκύπτουν από την μετανάστευση προνύμφων,
μετά από την εκκόλαψη ωών στο έντερο, που προκαλούν σοβαρές τοπικές αντιδράσεις.
Και
για τα δύο σύνδρομα μια προκαταρκτική διάγνωση τίθεται από κλινικές εκδηλώσεις
όπως πυρετό, ανορεξία, απώλεια βάρους, βήχα, εξάνθημα, ηπατοσπληνομεγαλία
(για VLM) και διάφορες οφθαλμολογικές βλάβες (για το OLM). Τα
εργαστηριακά ευρήματα κυρίως η ηωσινοφιλία και η ανίχνευση αντισωμάτων για
την τοξοκάρα βοηθούν στην τεκμηρίωση της διάγνωσης. Η παρέα με σκυλάκια
είναι ενισχυτικό στοιχείο.
Η
θεραπεία της VLM γίνεται με αντιπαραστατικά φάρμακα όπως φάρμακα όπως η
Mebendazole και η Albendazole και αντιφλεγμονώδη. Στην OLM συνήθως οι
θεραπευτικές ενέργειες προσβλέπουν στην αποφυγή προοδευτικής βλάβης του
οφθαλμού, με αντιφλεγμονώδη. Τοπική χειρουργική αφαίρεση προνύμφων είναι δυνατή
και η αγωγή με αντιπαρασιτικά αμφιλεγόμενη.
ΒΡΟΥΚΕΛΛΩΣΗ
Βασιλική Παπαευαγγέλου
Η βρουκέλλωση
αποτελεί ανθρωποζωονόσο που
εξακολουθεί να ενδημεί
στη χώρα μας.
Οφείλεταο στο gram (-)
κοκκοβακτηρίδιο του genus Brucella
και μεταδίδεται στον
άνθρωπο με κατανάλωση
μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών προιόντων
απο μολυσμένα ζώα
ή μετά από
άμεση επαφή με
αυτά. Η ετήσια
επίπτωση της νόσου
στην Ελλάδα, με
βάση τα δηλωμένα
κρούσματα στο ΕΚΕΠΑΠ,
είναι 5.3/100.000 κατοίκους , με
αυξημένη συχνότητα στις
ορεινές περιοχές (Γρεβενά,
Φλώρινα, Λακωνία, Φωκίδα). Η
παραπάνω επίπτωση υποεκτιμά
σημαντικά την πραγματική
συχνότητα της νόσου
αφού είναι γνωστό
ότι ιδιαίτερα στις
περιοχές με αυξημένη
συχνότητα πολλοί μη
νοσηλευόμενοι ασθενείς θεραπεύονται
με βάση την
κλινική εικόνα χωρίς
εργαστηριακή επιβεβαίωση. Συνηθέστερα
προσβάλλονται στη χώρα
μας παιδιά κτηνοτροφικών
περιοχών ή παιδιά
που επισκέπτονται τις
περιοχές αυτές για διακοπές
και καταναλώνουν μη
παστεριωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Συχνά συνυπάρχει ενήλικας
με βρουκέλλωση στην
ίδια οικογένεια. Ακόμα,
η βρουκέλλωση αποτελεί
ένα από τα
σπάνια νοσήματα που
ενέχει σημαντικό κίνδυνο
μετάδοσης στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό
μικροβιολογικών εργαστηρίων.
Πρόκειται για
συστηματική λοιμώδη νόσο
που προσβάλλει κλινικά
με μη ειδικά
συμπτώματα ενώ προεξάρχουν
ο πυρετός, ή
κακουχία, η ανορεξία
και οι αρθραλγίες.
Η διάγνωση τίθεται
με την απομόνωση
του μικροοργανισμού από
το περιφερικό αίμα
ή το μυελό
των οστών και
την ανίχνευση ειδικών
αντισωμάτων στον ορό
του αίματος. Νεότερες
εργαστηριακοί μέθοδοι αυξάνουν
την ευαισθησία της
ορολογικής διάγνωσης αλλά
και συμβάλλουν στη
καλύτερη παρακολούθηση της
θεραπείας.
Η πρόληψη
της βρουκέλλωσης περιλαμβάνει
τον υποχρεωτικό εμβολιασμό
των υγιών ζώων,
τη σφαγή νοσούντων
ζώων και κυρίως
τη παστερίωση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η επιβολή αυστηρών
κτηνοτροφικών οδηγιών και
η εντατική ενημέρωση και
εκπαίδευση των κτηνοτρόφων
είναι απαραίτητα μέτρα
για την εκρίζωση
της βρουκέλλας. Τέλος,
η επιστροφή “φυσικών-οικολογικών” προϊόντων
στην αγορά τροφίμων
ενέχει τον θεωρητικό
κίνδυνο επανεμφάνισης βρουκέλλωσης
στα μεγάλα αστικά
κέντρα.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
ΑΠΟ E.COLI O157:H7 ΚΑΙ ΣΑΛΜΟΝΕΛΛΑ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ
Ιωάννα Παυλοπούλου
Α’ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι τροφιμογενείς
λοιμώξεις αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας το οποίο απασχολεί
ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Οι παράγοντες που έχουν συμβάλει
στην αύξηση των λοιμώξεων αυτών είναι οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, οι
μέθοδοι μαζικής παραγωγής, διανομής και συντήρησης των τροφίμων, η ευρεία χρήση
αντιβιοτικών, η αύξηση του αριθμού των ανοσοκατασταλμένων ατόμων, η δυνατότητα
μαζικής διακίνησης πληθυσμών, καθώς και η καλύτερη καταγραφή των περιπτώσεων.
Το E.coli O157:H7 είναι ένα καινούργιο
αίτιο γαστρεντερίτιδας που μεταδίδεται με την τροφή. Περιγράφηκε για πρώτη φορά
το 1982 στην Αμερική όταν προκάλεσε επιδημία γαστρεντερίτιδας σε άτομα που
είχαν καταναλώσει μισοψημένα μπιφτέκια (hamburgers) γνωστής αλυσίδας fast food.
Από τότε έχουν αναφερθεί πολλές επιδημίες, κυρίως από την κατανάλωση
μισοψημένου κρέατος, μη παστεριωμένου γάλακτος, μη καλά πλυμένων ωμών λαχανικών
και σπανιότερα από άτομο σε άτομο, όταν δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής,
γιατί το μικρόβιο αποβάλλεται στα κόπρανα 1-2 εβδομάδες μετά την υποχώρηση των
κλινικών συμπτωμάτων.
Το
μικρόβιο αυτό βρίσκεται στον εντερικό σωλήνα υγιών βοοειδών, αποβάλλεται στα
απεκκρίματά τους και μπορεί να μολύνει το γάλα κατά τη συλλογή του, καθώς και
τα λαχανικά όταν η κοπριά χρησιμοποιείται για λίπασμα. Το κρέας των βοοειδών
μπορεί να μολυνθεί με το κολοβακτηρίδιο αυτό κατά τη διαδικασία σφαγής των ζώων
και παραμένει επικίνδυνο άν δεν ψηθεί καλά πρίν καταναλωθεί. Το E.coli O157:H7 παράγει μία ισχυρή τοξίνη
και συνήθως προκαλεί βαριά γαστρεντερίτιδα με αιμορραγικές κενώσεις, μέτριο ή
καθόλου πυρετό και κοιλιακό πόνο, εκδηλώσεις που υποχωρούν σε 5-10 ημέρες χωρίς
ειδική θεραπεία. Περίπου 2-7% των ατόμων που προσβάλλονται - ιδίως μικρά παιδιά
και ηλικιωμένοι – μπορεί να εμφανίσουν επιπλοκές, όπως αιμολυτικό ουραιμικό
σύνδρομο ή και να καταλήξουν.
Υπόνοια λοίμωξης από E.coli O157:H7 θα πρέπει να τίθεται σε κάθε οξεία αιμορραγική
διάρροια και η αναζήτηση του μικροβίου σε καλλιέργεια κοπράνων πρέπει να
γίνεται σε ειδικό θεπτικό υλικό ( Sorbitol – MacConkey άγαρ). Η θεραπεία είναι
απλά υποστηρικτική, ενώ τα αντιδιαρροικά φάρμακα δεν φαίνεται να βοηθούν.
Οι
σαλμονέλλες, οι οποίες
περιλαμβάνουν περισσότερους από 2000 οροτύπους, αποτελούν για πολλές χώρες το
κύριο παθογόνο αίτιο τροφικών δηλητηριάσεων και χαρακτηρίζονται από ευρύ
φάσμα κλινικής προβολής, όπως τυφοειδή πυρετό, γαστρεντερίτιδα, βακτηριαιμία
με ή χωρίς εξωεντερική νόσο και χρόνια μικροβιοφορία. Η συχνότητα των
γαστρεντεριτίδων από μη τυφοειδικές σαλμονέλλες σημειώνει διεθνώς ραγδαία
αύξηση με ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες τα βρέφη και τα ηλικιωμένα άτομα. Η
οξεία φάση της λοίμωξης παρέρχεται γρήγορα αλλά η φορεία είναι δυνατόν να
διαρκέσει πέραν των 3 μηνών. Ο άνθρωπος μολύνεται από τη σαλμονέλλα με τη
ζωική τροφή και ιδίως με τα πουλερικά και αυγά, ενώ έχουν περιγραφεί και
μολύνσεις μέσω φαρμάκων και χρωστικών ζωικής προέλευσης. Σημαντικός παράγων
μόλυνσης των τροφών είναι και τα διάφορα σκεύη και αντικείμενα που
χρησιμοποιούνται στην κουζίνα για την παρασκευή των τροφών. ¨Όπως είναι
γνωστό θεραπεία απαιτείται μόνο στις σοβαρές λοιμώξεις από σαλμονέλλα, ενώ
ενδιαφέρον παρουσιάζει η υψηλή αντοχή του μικροβίου και στη χώρα μας, στην
αμπικιλλίνη (43 και 65% για S.
typhimurium. και S. enteritidis
αντίστοιχα) και τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη (42% για την S. typhimurium) και η χαμηλή στις κεφαλοσπορίνες 1ης, 2ης
και 3ης γενεάς (0-5%).
Για
την πρόληψη των τροφιμογενών λοιμώξεων απαιτείται η μείωση της μόλυνσης των
ζώων, όπου αυτό είναι δυνατό, η τήρηση γενικών κανόνων υγιεινής σε όλα τα
στάδια της παρασκευής και συντήρησης των τροφίμων και η ενημέρωση των
καταναλωτών- με έμφαση στην αγωγή υγείας παιδιών και εφήβων- για τους κινδύνους
μόλυνσης και του τρόπου αποφυγής τους.
ΡΙΚΕΤΤΣΙΩΣΕΙΣ
Δημήτριος Χατζηγεωργίου
Οι ρικέττσιες ανήκουν στην ευρύτερη
των πρωτεοβακτηρίων. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει τα γένη Rickettsia,
Ehrlichia και Anaplasma (α1-υποομάδα), Bartonella (α2-) και Coxiella (γ-). Οι
μικροοργανισμοί αυτοί αν και έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους συζητούνται
κατά κανόνα μαζί λόγω κοινών μορφολογικών και επιδημιολογικών χαρακτηριστικών.
Οι λοιμώξεις από ρικέττσιες
εμφανίζονται σε όλο τον κόσμο κατά κανόνα υπό μορφή ενδημικών εστιών. Η
μετάδοση κάθε είδους ρικέττσιας στον άνθρωπο γίνεται μέσω ενός συγκεκριμένου
ξενιστή, ο οποίος μπορεί να είναι κάποιο από τα είδη κροτώνων, ο ψύλλος, η
φθείρα του σώματος και άλλα αρθρόποδα. Οι ρικέττσιες παρουσιάζουν ως επι το
πλείστον μια συμβιοτική ή/και παρασιτική σχέση με τους ξενιστές τους
(αρθρόποδα) και με εξαίρεση τον επιδημικό τύφο η μόλυνση των θηλαστικών και του
ανθρώπου δεν επηρεάζει τον κύκλο ζωής τους.
Οι ρικεττσιώσεις προκαλούν στον
άνθρωπο διάφορα κλινικά σύνδρομα που μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερεις
ομάδες: α) ομάδα του τύφου (R.prowazekii, R. typhy, R. felis), β) ομάδα του
κηλιδώδους πυρετού (R. rickettsii, R.conori, R.sibirica, R. japonica, R. australis,
R. akari), γ)ομάδα των ερλιχιώσεων (E. chafeensis, Ehrlichia spp.) και δ) οι
άλλες ρικεττσιώσεις (C. burnetii, O. tsutsugamushi).
Από πλευράς τρόπου μετάδοσης, όλες οι
ρικέττσιες που προκαλούν κηλιδώδη πυρετό (εκτός από την R. akari), καθώς και οι
ερλίχιες και η C. burnetii μεταδίδονται με διάφορα είδη κροτώνων. Οι ρικέττσιες
που προκαλούν τύφο μεταδίδονται ες επί το πλείστον με έντομα όπως η φθείρα του
σώματος (R. prowazekkii) ή ο ψύλλος (R. typhi, R. felis) και τελος με αραχνίδια
(ακάρεα)μεταδίδεται η R. Akari και η O. tsutsugamushi.
Κοινές κλινικές εκδηλώσεις των
ρικεττσιώσεων της ομάδας του κηλιδώδους πυρετού αποτελούν η τυπική εσχάρα
(tache noire) στο σημείο προσκόλλησης του κρότωνα με τοπική λεμφαδενίτιδα,
υψηλός πυρετός, σοβαρή κεφαλαλγία, φρίκια, αρθραλγίες και μυαλγίες και κακουχία
που ακολουθούνται από την εμφάνιση του κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος. Στις
ρικεττσιώσεις της ομάδος του τύφου κυριαρχεί ο πυρετός, κεφαλαλγία, μυαλγίες,
εξάνθημα στον κορμό καθώς και οι εκδηλώσεις από το ΚΝΣ (σύγχιση, παραλήρημα,
κώμα και μηνιγγίτιδα).
Η διάγνωση των ρικεττσιώσεων στην
καθημερινή πρακτική γίνεται με ορολογικές εξετάσεις ή φθορίζουσες τεχνικές
ανίχνευσης αντιγόνων, οι οποίες όμως έχουν περιορισμούς ως προς την ευαισθησία
και την ειδικότητα.
Η
θεραπεία των ρικεττσιώσεων γίνεται με δοξυκυκλίνη (200 mg το 24ωρο),
τετρακυκλίνη (500 mg x 4) ή χλωραμφενικόλη (500 mg x 4), ενώ έχουν δοκιμασθεί η
ριφαμπικίνη και οι κινολόνες. Στα γενικά μέτρα για την πρόληψη των ρικεττσιώσεων
περιλαμβάνονται η μυοκτονία, η χρήση εντομοκτόνων, η έγκαιρη θεραπεία των
κρουσμάτων και η χημειοπροφύλαξη με δοξυκυκλίνη.
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΟΝΟΣΩΝ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ ΣΤΗ
ΝΕΑ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
Χρήστος
Χατζηχριστοδούλου
Οι αισιόδοξες
προβλέψεις για έλεγχο των κλασσικών ζωονόσων (βρουκέλλωση, εχινοκοκκίαση, λύσσα
κλπ) μέχρι το 2000 στις
περισσότερες χώρες του κόσμου, δεν εκπληρώθηκαν αφού παραμένουν ενδημικές σε
πολλές χώρες ενώ σε μερικές όπως η Ελλάδα, η επίπτωσή τους έχει αυξητική
τάση. Πρέπει να τονισθεί ότι το ποσοστό των παιδιών στο σύνολο των
περιπτώσεων αποτελεί κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας περιοχής σαν
υπερενδημικής.
Τα
τελευταία χρόνια λόγω των κλιματολογικών αλλαγών, των νέων μεθόδων εκτροφής
ζώων καθώς και των συνθηκών διαβίωσης και μαζικής εστίασης των ανθρώπων,
παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην επιδημιολογία των ζωονόσων όπως είναι
στην επίπτωση, στους τρόπους μετάδοσης στους ανθρώπους καθώς και στην
γεωγραφική κατανομή.
Πρόσφατα
αναγνωρίστηκαν νέοι παθογόνοι παράγοντες (Nipah virus, prions-vCJD) οι οποίοι
μεταδίδονται από τα ζώα στους ανθρώπους και προκαλούν νοσήματα με πολύ
υψηλή θνητότητα. Παράλληλα οι τροφογενείς ζωονόσοι, όπως είναι η
σαλμονέλωση και η γαστρεντερίτιδα E. Coli O157 είναι πολύ συχνές και
σημαντικές. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη επιδημία σε παιδιά σχολικής ηλικίας,
με 9000 κρούσματα γαστρεντερίτιδας από E.
Coli O157 στην Ιαπωνία το 1996. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια επειδή εκτός
των παραδοσιακών κατοικίδιων ζώων (σκύλος, γάτα) έχουμε πολύ συχνότερα εξωτικά
κατοικίδια ζώα (χελώνες, ερπετά, παπαγάλοι κλπ) παρατηρείται και μια αλλαγή στα
νοσήματα που προκαλούνται από τα κατοικίδια ζώα και αφορούν κυρίως παιδιά. Έτσι
έχουν καταγραφεί σπάνιοι ορότυποι σαλμονελώσεων που προκάλεσαν θανάτους νεογνών
και εφήβων καθώς και χλαμυδιακές λοιμώξεις. Τέλος γνωστή είναι η επιδημία
λεπτοσπείρωσης που έγινε το 2000 ανάμεσα σε νεαρούς αθλητές ενός οικολογικού
αγώνα δρόμου, ο οποίος περιελάμβανε κολύμβηση σε ποτάμι.
Οι
αλλαγές στην επιδημιολογία των ζωονόσων αφορούν σε σημαντικό βαθμό παιδιά και εφήβους γιατί αυτά συμμετέχουν
περισσότερο στις νέες κοινωνικές τάσεις και είναι οι κύριοι αποδέκτες των
αλλαγών που αφορούν την διατροφή το περιβάλλον και των συνθηκών διαβίωσης.